τευθίδα

τευθίδα
τευθίς
calamary
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεύθος — ὁ, Α είδος μαλακίου μεγαλύτερου από την τευθίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. τευθίς* κατά τα δευτερόκλιτα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • καλαμάρι — το 1. μελανοδοχείο: Αγόρασα χαρτί και καλαμάρι. 2. (ζωολ.), το κεφαλόποδο μαλάκιο «τευθίδα η κοινή»: Ήταν νόστιμα σήμερα τα καλαμάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”